3,277,060
edits
(19) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη | |mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δέκομαι]] «[[δέχομαι]]» και δηλώνει την [[εγκοπή]] της αιχμής του βέλους που δέχεται το [[στέλεχος]] [[μέσα]] της. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[γλώσσα]] του Ησυχίου θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[χηλή]] οϊστού</i> «[[εγκοπή]] βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κανδόχα]]<br />[[κήλη]] ως [[άλλος]] τ. του [[καναδόκα]], [[οπότε]] το [[κήλη]] θα [[πρέπει]] [[επίσης]] να διορθωθεί σε [[χηλή]]. | ||
}} | }} |