Anonymous

κάσας: Difference between revisions

From LSJ
735 bytes added ,  29 September 2017
19
(6_19)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάσας''': -ου, ὁ, φέρεται καὶ κασᾶς ἢ κασῆς, [[τάπης]] ἢ δορὰ διὰ [[κάθισμα]], ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει κάς, [[δορά]], δέρμα· ἢ πιθαν. ἡ [[λέξις]] νὰ [[εἶναι]] συγγενὴς πρὸς τὸ κῶς, [[κῶας]],―ἂν μὴ [[εἶναι]] Περσική).
|lstext='''κάσας''': -ου, ὁ, φέρεται καὶ κασᾶς ἢ κασῆς, [[τάπης]] ἢ δορὰ διὰ [[κάθισμα]], ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει κάς, [[δορά]], δέρμα· ἢ πιθαν. ἡ [[λέξις]] νὰ [[εἶναι]] συγγενὴς πρὸς τὸ κῶς, [[κῶας]],―ἂν μὴ [[εἶναι]] Περσική).
}}
{{grml
|mltxt=και [[κάσας]] και [[χασάς]], ο (Α κασᾱς και [[κασῆς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέρμα]] που χρησιμεύει ως [[σάγμα]] ή [[υπόσαγμα]] υποζυγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. [[μάλλον]] προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. <i>k</i><i>ә</i><i>s</i><i>ū</i><i>t</i> και ακκαδ. <i>kas</i><i>ū</i>].
}}
}}