Anonymous

καστορίδες: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=οι (AM [[καστορίδες]], αἱ) [[κάστωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[οικογένεια]] τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ζώου, [[φώκια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικό [[είδος]] κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ [[καστορίδες]] Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ [[δῶρον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καστορίδες πύλαι» — στενό [[πέρασμα]] στο Γύθειο, [[κατά]] τον <b>Παυσ.</b>
}}
}}