3,274,522
edits
(6_5) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβάτης''': βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος [[πεζῇ]], Πλάτ. Κριτίας 119Β. | |lstext='''καταβάτης''': βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος [[πεζῇ]], Πλάτ. Κριτίας 119Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |||
}} | }} |