Anonymous

καταβάτης: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_5)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβάτης''': βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος [[πεζῇ]], Πλάτ. Κριτίας 119Β.
|lstext='''καταβάτης''': βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος [[πεζῇ]], Πλάτ. Κριτίας 119Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
}}