3,274,504
edits
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten). | |||
}} | }} |