Anonymous

καταβάτης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
|mltxt=[[καταβάτης]], ὁ (Α) [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεβαίνει από το [[άλογο]] ή την [[άμαξα]] και μάχεται [[πεζός]] («καταβάτην τε σμικράσπιδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο κατερχόμενος απότομα, ο [[κατηφορικός]] («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).
}}
}}