Anonymous

κατάλευκος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_10)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλευκος''': -η, -ον, [[λίαν]] [[λευκός]], λευκότατος, Βυζ.
|lstext='''κατάλευκος''': -η, -ον, [[λίαν]] [[λευκός]], λευκότατος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κατάλευκος]], -η, -ον)<br />[[τελείως]] [[λευκός]], [[κάτασπρος]].
}}
}}