Anonymous

κατάλευσμα: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_2)
 
(19)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλευσμα''': [[λιθοβόλημα]], Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 6, 1181, ἔ. Kink.
|lstext='''κατάλευσμα''': [[λιθοβόλημα]], Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 6, 1181, ἔ. Kink.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάλευσμα]], τὸ (Α) [[καταλεύω]] (Ι)]<br />η [[κατάλευσις]].
}}
}}