Anonymous

καταπιέζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπιέζω''': [[πιέζω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], [[καταθλίβω]], Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.
|lstext='''καταπιέζω''': [[πιέζω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], [[καταθλίβω]], Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταπιέζω]])<br />[[πιέζω]], [[συνθλίβω]], [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] υπερβολικά κάποιον, τον [[βασανίζω]], τον [[τυραννώ]] ψυχολογικώς ή σωματικώς<br /><b>2.</b> [[στερώ]] την [[ελευθερία]] και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, [[καταδυναστεύω]].
}}
}}