Anonymous

κατασταλάζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_2)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασταλάζω''': [[καταστάζω]], κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.
|lstext='''κατασταλάζω''': [[καταστάζω]], κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[κατασταλάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθομαι]], [[κατεβαίνω]] στον πυθμένα<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[διαυγής]], [[λαγαρίζω]], [[ξαστερώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] («[[χωρίς]] να κατασταλάξει το [[ξεφάντωμα]] στην [[κουβέντα]] και στο [[τραγούδι]]», Παλαμ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[πέφτω]] [[κατά]] σταγόνες.
}}
}}