κατασταλάζω

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

German (Pape)

[Seite 1381] (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλάζω: καταστάζω, κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.

Greek Monolingual

κατασταλάζω)
νεοελλ.
1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα
2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω
3. καταλήγωχωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.)
μσν.
πέφτω κατά σταγόνες.