Anonymous

κατατεμαχίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_23)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατεμᾰχίζω''': καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια [[κατακόπτω]], κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.
|lstext='''κατατεμᾰχίζω''': καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια [[κατακόπτω]], κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[κατατεμαχίζω]])<br />[[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] και μικρά κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[λειανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατατεμαχίζομαι</i><br />[[χωρίζω]] σε μικρά κομμάτια.
}}
}}