κατατεμαχίζω

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek (Liddell-Scott)

κατατεμᾰχίζω: καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια κατακόπτω, κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.

Greek Monolingual

κατατεμαχίζω)
κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω
μσν.
μέσ. κατατεμαχίζομαι
χωρίζω σε μικρά κομμάτια.

German (Pape)

in Stücken zerschneiden, Sp.