κατατεμαχίζω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek (Liddell-Scott)
κατατεμᾰχίζω: καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια κατακόπτω, κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.
Greek Monolingual
(Μ κατατεμαχίζω)
κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω
μσν.
μέσ. κατατεμαχίζομαι
χωρίζω σε μικρά κομμάτια.
German (Pape)
in Stücken zerschneiden, Sp.