3,277,286
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10. | |lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]]. | |||
}} | }} |