Anonymous

κατάψυχρος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_16)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.
|lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάψυχρος]], -ον) πολύ [[ψυχρός]], [[παγωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για χαρακτήρα) [[ψυχρός]] με τους άλλους ανθρώπους, [[κλειστός]], [[ερμητικός]].
}}
}}