Anonymous

κατάψυχρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάψυχρος]], -ον) πολύ [[ψυχρός]], [[παγωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για χαρακτήρα) [[ψυχρός]] με τους άλλους ανθρώπους, [[κλειστός]], [[ερμητικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάψυχρος]], -ον) πολύ [[ψυχρός]], [[παγωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για χαρακτήρα) [[ψυχρός]] με τους άλλους ανθρώπους, [[κλειστός]], [[ερμητικός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάψυχρος -ον [καταψύχω] heel koud.
}}
}}