3,276,901
edits
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καύστης''': -ου, ὁ, ὁ καίων, φλέγων, χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτὰς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250· [[καύστης]] νεκρῶν Γλωσσ. | |lstext='''καύστης''': -ου, ὁ, ὁ καίων, φλέγων, χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτὰς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250· [[καύστης]] νεκρῶν Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καύστης]], δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [[καίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φλέγει, που καίει<br /><b>2.</b> αυτός που τήκει, που λειώνει [[κάτι]] («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.)<br /><b>3.</b> [[θερμαστής]] καμινιού, [[καμινοκαύστης]]. | |||
}} | }} |