Anonymous

καυστικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], ὁ ἔχων τὴν δύναμιν εἰς τὸ καίειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καυστὸς]] (ἐπιδεκτικὸς καύσεως, δυνάμενος νὰ καίηται), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 5, 3, πρβλ. Φυσ. 8. 1, 5· Συγκρ. -ώτερος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· Ὑπερ. -ώτατος ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 6. β) [[διαβρωτικός]], [[φθοροποιός]], [[δύναμις]] κ. Διοσκ. 2. 6. 2) ἀνήκων εἰς καῦσιν, διὰ καύσεως, βάσανοι Ἑβδ. (Μακκ. ς΄, 27)· καυστικὰ φάρμακα, ἅτινα καὶ ἐσχαρωτικὰ λέγονται, Γαλην.·- Ἐπίρρ. -κῶς, βλάπτειν Εὐστ. 70. 36. 3) ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, [[διεγερτικός]], [[ἐρεθιστικός]], Ἱππ. Προρρ. 72.
|lstext='''καυστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], ὁ ἔχων τὴν δύναμιν εἰς τὸ καίειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καυστὸς]] (ἐπιδεκτικὸς καύσεως, δυνάμενος νὰ καίηται), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 5, 3, πρβλ. Φυσ. 8. 1, 5· Συγκρ. -ώτερος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· Ὑπερ. -ώτατος ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 6. β) [[διαβρωτικός]], [[φθοροποιός]], [[δύναμις]] κ. Διοσκ. 2. 6. 2) ἀνήκων εἰς καῦσιν, διὰ καύσεως, βάσανοι Ἑβδ. (Μακκ. ς΄, 27)· καυστικὰ φάρμακα, ἅτινα καὶ ἐσχαρωτικὰ λέγονται, Γαλην.·- Ἐπίρρ. -κῶς, βλάπτειν Εὐστ. 70. 36. 3) ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, [[διεγερτικός]], [[ἐρεθιστικός]], Ἱππ. Προρρ. 72.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καυστικός]], -ή, -όν, Α και [[καυτικός]], -ή, -όν) [[καυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να καίει, υπερβολικά [[θερμός]], [[καυτερός]] («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... [[ἄνευ]] τοῡ καυστικοῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[επαφή]] του με ένα [[μέρος]] του σώματος προξενεί χημική [[αλλοίωση]] και [[καταστροφή]] της οργανικής υφής τών ιστών («καυστικά φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> «καυστική [[επιφάνεια]]» — [[επιφάνεια]] που εφάπτεται στα [[σημεία]] στα οποία συγκεντρώνονται οι φωτεινές ακτίνες παράλληλης ή κωνικής δέσμης, όταν η [[δέσμη]] ανακλαστεί [[πάνω]] σε [[κάτοπτρο]] με μεγάλο [[άνοιγμα]] ή διαθλαστεί από φακό ή [[σύστημα]] φακών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δριμύς]] στη [[γεύση]], [[αψύς]]<br /><b>2.</b> (για [[βοτάνι]] ή [[φάρμακο]]) αυτό που επιφέρει [[καυτηρίαση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που σατιρίζει με [[δηκτικότητα]] πρόσωπα και καταστάσεις, [[τσουχτερός]], [[ειρωνικός]], [[δριμύς]] («καυστική [[ειρωνεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[καύση]] ή που γίνεται με [[καύση]] («βασάνοις καυστικαῑς ἀποθνῄσκω διὰ τὸν νόμον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διαβρωτικός]], [[καταστρεπτικός]], [[φθοροποιός]] («δύναμιν καυστικοτέραν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα που έχουν πυρετό) [[ερεθιστικός]], [[διεγερτικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καυστικά</i><br />υγρά που προκαλούν [[φλόγωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καυστικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ καυστικῶς)<br />με καυστικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δριμύ τρόπο («τον επιτίμησε καυστικότατα»).
}}
}}