Anonymous

καυστικός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennend, sengend; Arist. part. anim. 2, 2 physic. ausc. 2, 1; häufig bei Sp. – Von der Fieberhitze, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennend, sengend; Arist. part. anim. 2, 2 physic. ausc. 2, 1; häufig bei Sp. – Von der Fieberhitze, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''καυστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], ὁ ἔχων τὴν δύναμιν εἰς τὸ καίειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καυστὸς]] (ἐπιδεκτικὸς καύσεως, δυνάμενος νὰ καίηται), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 5, 3, πρβλ. Φυσ. 8. 1, 5· Συγκρ. -ώτερος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· Ὑπερ. -ώτατος ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 6. β) [[διαβρωτικός]], [[φθοροποιός]], [[δύναμις]] κ. Διοσκ. 2. 6. 2) ἀνήκων εἰς καῦσιν, διὰ καύσεως, βάσανοι Ἑβδ. (Μακκ. ς΄, 27)· καυστικὰ φάρμακα, ἅτινα καὶ ἐσχαρωτικὰ λέγονται, Γαλην.·- Ἐπίρρ. -κῶς, βλάπτειν Εὐστ. 70. 36. 3) ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, [[διεγερτικός]], [[ἐρεθιστικός]], Ἱππ. Προρρ. 72.
}}
}}