Anonymous

κελλάς: Difference between revisions

From LSJ
20
(7)
 
(20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kella/s
|Beta Code=kella/s
|Definition=<b class="b3">μονόφθαλμος</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">μονόφθαλμος</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελλάς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μονόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. [[κελλός]] ([[κελλόν]]<br /><i>στρεβλόν</i>, <i>πλάγιον</i>, <b>Ησύχ.</b>)<br />τα -<i>λλ</i>- [[είτε]] ερμηνεύονται ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] προέρχονται από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- (<i>κελλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κελν</i>-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>na</i> «[[μονόφθαλμος]]», αρχ. ιρλδ. <i>coll</i>].
}}
}}