Anonymous

κεντροδήλητος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_17)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντροδήλητος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, [[ἔνθα]] ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.
|lstext='''κεντροδήλητος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, [[ἔνθα]] ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεντροδήλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που βασανίζει με [[κέντρο]], με αιχμηρό [[βασανιστήριο]] όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] «όργανο βασανισμού» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δήλητος</i>, <i>ξιφο</i>-<i>δήλητος</i>].
}}
}}