κεντροδήλητος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροδήλητος Medium diacritics: κεντροδήλητος Low diacritics: κεντροδήλητος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: kentrodḗlētos Transliteration B: kentrodēlētos Transliteration C: kentrodilitos Beta Code: kentrodh/lhtos

English (LSJ)

κεντροδήλητον, torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις (Dor.) A.Supp.563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).

German (Pape)

[Seite 1418] durch den Stachel verletzend, ὀδύναι Aesch. Suppl. 558.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροδήλητος: -ον, ὁ διὰ τοῦ κέντρου βλάπτων ἢ βασανίζων τινά, ὀδύναι κεντροδάλητοι (Δωρ.) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 563, ἔνθα ὁ Erfurdt διώρθωσε κεντροδαλήτισι.

Greek Monolingual

κεντροδήλητος, -ον (Α)
αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, ξιφοδήλητος].