Anonymous

καυχάς: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_4)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυχάς''': -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.
|lstext='''καυχάς''': -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καυχῶμαι</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μαίνομαι]]-[[μαινάς]].
}}
}}