Anonymous

κεραΐς: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραΐς''': ΐδος, ἡ, [[εἶδος]] σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395.
|lstext='''κεραΐς''': ΐδος, ἡ, [[εἶδος]] σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεραΐς]], -ΐδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «κεραΐδες<br />τῶν προβάτων τὰ [[θήλεα]], τὰ [[ἔνδον]] ὀδόντας ἔχοντα» <br />β) (για τη Μήδεια) «[[κορώνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>].
}}
}}