Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance <i>ou</i> accompagne la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lance <i>ou</i> accompagne la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοβόλος]], -ον)<br />(νεοελλ,) <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει σαν [[κεραυνός]], [[ξαφνικός]], [[αστραπιαίος]] (α. «[[κεραυνοβόλος]] [[έρωτας]]» β. «κεραυνοβόλα [[επίθεση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και [[γρήγορα]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεραυνοβόλο [[βλέμμα]]» — άγριο και πολύ αυστηρό [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο [[κεραυνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραυνοβόλως</i> και -<i>α</i><br />με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικτυ</i>-[[βόλος]], <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική [[σημασία]]].
}}
}}