Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραυνοβόλος''': -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, [[Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., [[κεραυνοβόλος]], ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.
|lstext='''κεραυνοβόλος''': -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, [[Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., [[κεραυνοβόλος]], ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance <i>ou</i> accompagne la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[βάλλω]].
}}
}}