Anonymous

κερδαντός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_11)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδαντός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.
|lstext='''κερδαντός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).
}}
}}