κερδαντός

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδαντός Medium diacritics: κερδαντός Low diacritics: κερδαντός Capitals: ΚΕΡΔΑΝΤΟΣ
Transliteration A: kerdantós Transliteration B: kerdantos Transliteration C: kerdantos Beta Code: kerdanto/s

English (LSJ)

κερδαντή, κερδαντόν, that ought to be gained: τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν to make fair gains, Periand. ap. D.L.1.97.

German (Pape)

[Seite 1423] adj. verb. zu κερδαίνω, woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; κερδαντέος, M. Ant. 4, 26.

Russian (Dvoretsky)

κερδαντός: дающий выгоду, выгодный (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κερδαντός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.

Greek Monolingual

κερδαντός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει κέρδος, ωφέλεια («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν κέρδος, να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).