Anonymous

κατοχή: Difference between revisions

From LSJ
2,224 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[κατοχή]]) [[κατέχω]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[κάτι]] στην [[εξουσία]] του, το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[κύριος]] ενός πράγματος, η [[κτήση]], η [[κυριότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[φυσική]] [[εξουσία]] ενός προσώπου σε ένα [[αντικείμενο]] η οποία [[είναι]] άσχετη με το [[δικαίωμα]] κυριότητας<br /><b>2.</b> η [[κατά]] τη χρονική περίοδο 1941-1944 [[υποδούλωση]] της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα («στην [[κατοχή]] πεινάσαμε πολύ»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[κατάληψη]] μιας χώρας με πολεμικές επιχειρήσεις και η προσωρινή υποδούλωσή της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμπόδιση]], [[περιορισμός]] («συμφορήν ποιεύμενος μεγάλην τὴν ἑωυτοῡ κατοχὴν τὴν ἐν Σούσοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φυλάκιση]]<br /><b>3.</b> [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] («ἀνείρξεις καὶ κατοχαί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίσχεση]], [[κράτημα]] («[[κατοχή]] τοῡ πνεύματος» — το [[κράτημα]] της αναπνοής, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγκράτηση]] στη [[μνήμη]] («τὰς μνήμας κατοχὰς μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων [[εἶναι]]», Πλωτίν.)<br /><b>6.</b> [[παρακράτηση]] ενός πράγματος<br /><b>7.</b> [[κατανόηση]] («[[κατοχή]] κοινῶν τινων», Φιλόδ.)<br /><b>8.</b> το να κατέχεται [[κάποιος]] από κάποια [[θεότητα]], [[έμπνευση]] («ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[είδος]] νόσου, η [[καταληψία]].
}}
}}