3,271,501
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς [[μετὰ]] πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2. | |lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς [[μετὰ]] πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | |||
}} | }} |