Anonymous

κεγχροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχροφόρος''': ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.
|lstext='''κεγχροφόρος''': ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεγχροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[κεχρί]] («ἔστι δὲ καὶ [[κεγχροφόρος]] [[διαφερόντως]] διὰ τὴν εὐυδρίαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[φόρος]], <i>σκευο</i>-[[φόρος]].
}}
}}