κεγχροφόρος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροφόρος Medium diacritics: κεγχροφόρος Low diacritics: κεγχροφόρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kenchrophóros Transliteration B: kenchrophoros Transliteration C: kegchroforos Beta Code: kegxrofo/ros

English (LSJ)

κεγχροφόρον, bearing millet, Str.5.1.12.

German (Pape)

[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.

Greek Monolingual

κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτοφόρος, σκευοφόρος.