Anonymous

κίγκλισις: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_8)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίγκλῐσις''': -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ [[κίνησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 791.
|lstext='''κίγκλῐσις''': -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ [[κίνησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 791.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]].
}}
}}