Anonymous

κίγκλισις: Difference between revisions

From LSJ
nl
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]].
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]].
}}
{{elnl
|elnltext=κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam).
}}
}}