Anonymous

κινδυνώδης: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />dangereux, hasardeux.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />dangereux, hasardeux.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κινδυνώδης]], -ῶδες) [[κίνδυνος]]<br />αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κινδυνωδώς</i> (Α κινδυνωδῶς)<br />με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ [[πέλαγος]]... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).
}}
}}