3,274,921
edits
(20) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κινδυνώδης]], -ῶδες) [[κίνδυνος]]<br />αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κινδυνωδώς</i> (Α κινδυνωδῶς)<br />με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ [[πέλαγος]]... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.). | |mltxt=-ες (ΑΜ [[κινδυνώδης]], -ῶδες) [[κίνδυνος]]<br />αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κινδυνωδώς</i> (Α κινδυνωδῶς)<br />με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ [[πέλαγος]]... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κινδυνώδης -ες [κίνδυνος] comp. - έστερος, gevaarlijk, riskant. | |||
}} | }} |