Anonymous

κήτειος: Difference between revisions

From LSJ
1,123 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de cétacé, de gros poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[κῆτος]].
|btext=α, ον :<br />de cétacé, de gros poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[κῆτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κήτειος]], -εία, -ον)<br />[[κήτος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κήτος]] ή που προέρχεται από [[κήτος]] («κήτεαι γένυες», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κήτειον [[σπέρμα]]» — [[κητόσπερμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[μεγάλος]], [[πελώριος]], [[τερατώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κητεία]]<br />α) το [[ψάρεμα]] μεγάλων ψαριών, [[ιδίως]] τον(ν)ων<br />β) το [[μέρος]] όπου αλιεύονται μεγάλα ψάρια («εἰσὶ δὲ κητεῑαι παρ' αὐτοῑς ἄρισται», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>oἱ Κήτειοι</i><br />[[άγνωστος]] [[λαός]] της Μυσίας, <b>Ομ. Ιλ.</b><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «κήτειον, [[λάχανον]] ἀνθερίκῳ ὅμοιον».
}}
}}