3,270,629
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κήτειος''': -α, -ον, ([[κῆτος]]) ἀνήκων εἰς [[κῆτος]], ὁ τοῦ κήτους, νῶτα Μόσχ. 2. 115. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 521, ἑταῖροι Κήτειοι, [[εἶναι]] ἄγνωστός τις λαὸς τῆς Μυσίας, πρβλ. Στράβ. 616. Καθ’ Ἡσύχ. «Κήτειοι· γένος Μυσῶν· ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Κήτεος. ἢ μεγάλοι». | |lstext='''κήτειος''': -α, -ον, ([[κῆτος]]) ἀνήκων εἰς [[κῆτος]], ὁ τοῦ κήτους, νῶτα Μόσχ. 2. 115. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 521, ἑταῖροι Κήτειοι, [[εἶναι]] ἄγνωστός τις λαὸς τῆς Μυσίας, πρβλ. Στράβ. 616. Καθ’ Ἡσύχ. «Κήτειοι· γένος Μυσῶν· ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Κήτεος. ἢ μεγάλοι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de cétacé, de gros poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[κῆτος]]. | |||
}} | }} |