Anonymous

κισσοποίητος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_18)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσοποίητος''': -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
|lstext='''κισσοποίητος''': -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}