Anonymous

κισσοποίητος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
|mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
}}
}}