Anonymous

κλαστός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
|btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
}}
}}