Anonymous

κλαστός: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλαστός:''' -ή, -όν ([[κλαίω]]), [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.
}}
}}