3,277,226
edits
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[κλάζω]]): [[scream]], [[properly]] of birds, Od. 11.605; of animals, as the squealing of pigs, Od. 14.412; and of the [[loud]] [[cry]] of warriors, Il. 2.100; the [[sharp]] [[twang]] of a [[bowstring]], Il. 1.49. | |auten=([[κλάζω]]): [[scream]], [[properly]] of birds, Od. 11.605; of animals, as the squealing of pigs, Od. 14.412; and of the [[loud]] [[cry]] of warriors, Il. 2.100; the [[sharp]] [[twang]] of a [[bowstring]], Il. 1.49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κλαγγή]], Α δοτ. και κλαγγί)<br /><b>1.</b> [[οποιοσδήποτε]] [[οξύς]] και [[διαπεραστικός]] [[ήχος]], [[κυρίως]] [[κραυγή]] ζώου ή [[κρωγμός]] πτηνού (α. «[[ὡσεὶ]] πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», <b>Ευρ.</b><br />β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης [[λελιμμένος]] μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς [[δράκων]] βοᾷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[συριγμός]] του τόξου («δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ' ἀργυρέοιο βιοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ήχος]] που προκαλείται από τη [[σύγκρουση]] ξιφών και άλλων όπλων («ώρμησαν με βλαστήμιες και θόρυβο και σπαθιών [[κλαγγή]]», Καρκβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκεχυμένη βοή από [[πλήθος]] («οἱ βάρβαροι μεγίστῃ τε κλαγγῇ βοήσαντες, [[ἐπέδραμον]] τοῑς Ρωμαίοις», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την Κασσάνδρα) [[φωνή]] που προμηνύει [[δυστυχία]] («τά δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μπορεί να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. του [[κλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλάγγ</i>-<i>yω</i>), ίσως όμως πρόκειται για ανεξάρτητο σχηματισμό από την [[ίδια]] [[ρίζα]]. Βλ. λ. [[κλάζω]].]. | |||
}} | }} |