3,277,218
edits
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλαυστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες. | |lstext='''κλαυστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[κλαυστός]]<br />[[επιρρεπής]] στα κλάματα, κλαψιάρης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλαυστικῶς</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «κλαυστικῶς ἔχω» — [[επιθυμώ]] να κλάψω. | |||
}} | }} |