Anonymous

κλαυστικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαυστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.
|lstext='''κλαυστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[κλαυστός]]<br />[[επιρρεπής]] στα κλάματα, κλαψιάρης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλαυστικῶς</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «κλαυστικῶς ἔχω» — [[επιθυμώ]] να κλάψω.
}}
}}