κλαυστικός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυστικός Medium diacritics: κλαυστικός Low diacritics: κλαυστικός Capitals: ΚΛΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klaustikós Transliteration B: klaustikos Transliteration C: klafstikos Beta Code: klaustiko/s

English (LSJ)

κλαυστική, κλαυστικόν, given to mourning. Adv. κλαυστικῶς, ἔχειν Apollon. Lex. s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] zum Weinen geneigt, weinerlich, καὶ πενθητικός Schol. Ar. Th. 1056; – κλαυστικῶς ἔχειν, Erkl. von κλαυσείω, Apoll. L. H. v. ὀψείοντες.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.

Greek Monolingual

κλαυστικός, -ή, -όν (Α) κλαυστός
επιρρεπής στα κλάματα, κλαψιάρης.
επίρρ...
κλαυστικῶς (Α)
φρ. «κλαυστικῶς ἔχω» — επιθυμώ να κλάψω.