Anonymous

κνηκός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
|btext=ή, όν :<br />roux, fauve : ὁ [[κνηκός]] ([[θήρ]]) le loup.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κνῆκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[λύκος]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηκός]], -ή, -όν και δωρ. τ. [[κνακός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κνήκου, ο [[κιτρινοκόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνήκος]]].
}}
}}