Anonymous

κνηκός: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνηκός]], -ή, -όν και δωρ. τ. [[κνακός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κνήκου, ο [[κιτρινοκόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνήκος]]].
|mltxt=[[κνηκός]], -ή, -όν και δωρ. τ. [[κνακός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κνήκου, ο [[κιτρινοκόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνήκος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ.
}}
}}