3,258,334
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=scorie, déchet de métal.<br />'''Étymologie:''' DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure. | |btext=scorie, déchet de métal.<br />'''Étymologie:''' DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίβδος]], ὁ, πιθ. και [[κίβδη]], ἡ (Α)<br />[[σκουριά]] ή [[κράμα]] μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο [[χρυσός]] («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έγινε [[προσπάθεια]] συνδέσεως του με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>κίβον</i><br />ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική <i>pierre sourde</i> «κουφή [[πέτρα]]» σημαίνει στη [[χρυσοχοΐα]] «[[πέτρα]] [[χωρίς]] ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. <i>taub</i> «[[κουφός]]» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο <i>gluh</i> χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το [[ορυκτό]] που δεν περιέχει [[μέταλλο]]. Η κατάλ. -<i>δος</i>, εξάλλου, θυμίζει τα [[μόλυβδος]], [[λύγδος]] «[[λευκό]] [[μάρμαρο]]». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική [[προέλευση]] της λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίβδηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίβδης]], [[κίβδων]]]. | |||
}} | }} |