κίβδος
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, bei Poll. 7, 99 = κιβδηλίς, Schlacke.
French (Bailly abrégé)
scorie, déchet de métal.
Étymologie: DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure.
Greek Monolingual
κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α)
σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον
ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική pierre sourde «κουφή πέτρα» σημαίνει στη χρυσοχοΐα «πέτρα χωρίς ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. taub «κουφός» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο gluh χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το ορυκτό που δεν περιέχει μέταλλο. Η κατάλ. -δος, εξάλλου, θυμίζει τα μόλυβδος, λύγδος «λευκό μάρμαρο». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική προέλευση της λ.
ΠΑΡ. κίβδηλος
αρχ.
κίβδης, κίβδων].