κίβδος

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, bei Poll. 7, 99 = κιβδηλίς, Schlacke.

French (Bailly abrégé)

scorie, déchet de métal.
Étymologie: DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure.

Greek Monolingual

κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α)
σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον
ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική pierre sourde «κουφή πέτρα» σημαίνει στη χρυσοχοΐα «πέτρα χωρίς ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. taub «κουφός» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο gluh χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το ορυκτό που δεν περιέχει μέταλλο. Η κατάλ. -δος, εξάλλου, θυμίζει τα μόλυβδος, λύγδος «λευκό μάρμαρο». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική προέλευση της λ.
ΠΑΡ. κίβδηλος
αρχ.
κίβδης, κίβδων].

Greek Monotonic

κίβδος: ὁ, νόθευση, σκωρία.

Middle Liddell

κίβδος, ὁ,
dross, alloy.