Anonymous

κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόθουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κομμένη [[ουρά]], [[κολοβός]]<br /><b>2.</b> (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κοθώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]) [[κατά]] το <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>. Το α' συνθετικό [[κοθώ]] [[είναι]] [[γλώσσα]] του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως [[βλάβη]] και [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κόρθ</i>-<i>ουρος</i> με α' συνθετικό τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κορθώ]]<br />[[βλάβη]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το [[κοθώ]] θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το <i>κόθ</i>- του <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> [[κατά]] το <i>κοθρώ</i>. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>krdhu</i>- «[[κολοβός]], ακρωτηριασμένος» ή με το [[κορθύω]] «[[ανυψώνω]]»].
}}
}}