Anonymous

κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
}}